- χειροκοπήσει
- χειροκοπέωcut off the hand ofaor subj act 3rd sg (epic)χειροκοπέωcut off the hand offut ind mid 2nd sgχειροκοπέωcut off the hand offut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.